ταλμουδιστής

ταλμουδιστής
ο, Ν
1. (για Εβραίο) αυτός που αποδέχεται τα δόγματα τού Ταλμούδ
2. ερμηνευτής τού ταλμούδ
3. μτφ. ως επίθ. σχολαστικός, δογματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talmudist < talmud (βλ. ταλμούδ) + ist. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αλφασί, Ισαάκ Μπεν Ιακώβ — (Isaac ben Jacob ha Kohen Al Fasi, 1013 – 1103). Εβραίος ταλμουδιστής και νομοδιδάσκαλος. Το 1088 πήγε στην Ισπανία και ίδρυσε στη Λουκένα ιερατική σχολή, όπου σπούδασαν διάσημοι Εβραίοι λόγιοι. Εναντιώθηκε στην τάση των συγχρόνων του στη… …   Dictionary of Greek

  • Αμπαού — (3ος αι. μ.Χ.).Εβραίος λόγιος από την Παλαιστίνη, φημισμένος ταλμουδιστής και ελληνιστής. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο υφασμάτων, από το οποίο απέκτησε μεγάλη περιουσία. Ο Α. ήταν αντίθετος στη διδασκαλία της τρισυπόστατης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”