- ταλμουδιστής
- ο, Ν1. (για Εβραίο) αυτός που αποδέχεται τα δόγματα τού Ταλμούδ2. ερμηνευτής τού ταλμούδ3. μτφ. ως επίθ. σχολαστικός, δογματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talmudist < talmud (βλ. ταλμούδ) + ist. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].
Dictionary of Greek. 2013.